τεθμιος

τεθμιος
    τέθμιος
    2
    дор. (= θέσμιος См. θεσμιος) установленный, (обще)принятый
    

(ἑορτά Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τεθμιος" в других словарях:

  • τέθμιος — θέσμιος fixed masc/fem nom sg (doric) τέθμιος fixed masc nom sg (doric) τέθμιος fixed masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέθμιος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. θέσμιος …   Dictionary of Greek

  • τέθμιαι — τέθμιος fixed fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέθμι' — τέθμια , θέσμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμιε , θέσμιος fixed masc/fem voc sg (doric) τέθμια , τέθμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμια , τέθμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμιε , τέθμιος fixed masc voc sg (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέθμιον — θέσμιος fixed masc/fem acc sg (doric) θέσμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) τέθμιος fixed masc acc sg (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) τέθμιος fixed masc/fem acc sg (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέθμια — θέσμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσμιος — α, ο (ΑΜ θέσμιος, ον και ία, ον Α και δωρ. τέθμιος) [θεσμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμούς, που είναι σύμφωνος προς τους θεσμούς 2. (το ουδ. ως ουσ. στον εν. και στον πληθ.) το θέσμιο(ον) και τα θέσμια θεσμός, καθιερωμένη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»